- πολυπλοκία
- πολυπλοκία, ας, ἡ (πολύπλοκος ‘tangled, complex’ [πλέκω]; Theognis 67) practice of complex intrigue, cunning, craftiness τοῦ διαβόλου Hm 4, 3, 4.—DELG s.v. πλέκω B.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πολυπλοκία — ἡ, ΜΑ [πολύπλοκος] δολιότητα, πανουργία … Dictionary of Greek
πολυπλοκίας — πολυπλοκίᾱς , πολυπλοκία cunning fem acc pl πολυπλοκίᾱς , πολυπλοκία cunning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλοκίαν — πολυπλοκίᾱν , πολυπλοκία cunning fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)